Σελίδες

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Ιστορίες του χωριού

Η Λαχανού

Η Κυρά Γεωργία Π. (ο Θεός να τη συγχωρήσει), το πρώτο μαχαίρι στον κάμπο.


Ο φόβος και ο τρόμος των λιβαδιών και των χέρσων χωραφιών.

Μην πάει ο νους σας σε μαχαιροβγάλτη ,λάχανα μάζευε η καψερή στον κάμπο . Δεν την έφτανε κανείς στο ξεκοίλιασμα της γης και στο μάζεμα. Γέμιζε τρία τσουβάλια λάχανα μέχρι το γιόμα.

Φορτωμένη σε ζαλίκι, τα τσουβάλια με τα λάχανα ,σκυφτά σκυφτά τα έφερνε στο χωριό και καθισμένη κατάκωλα με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο κάτω από τα ψαχνά της, άρχιζε με το μαχαίρι να κόβει τις ρίζες και να καθαρίζει τα σαπίλια από τα λάχανα που μάζεψε. Τα έβαζε μετά σε μεγάλα ψάθινα κοφίνια ,τα έπλενε και τα σκέπαζε με μια πρόχειρη άσπρη μαντίλα ,έτοιμα για την Λαϊκή αγορά στα Γιάννενα.

Ήταν χρόνια δύσκολα, δρόμος δεν πήγαινε στα Γιάννενα ,αυτοκίνητα λίγα και αυτά σαράβαλα ,απομεινάρια από τον πόλεμο του 40.

Η μόνη συγκοινωνία με την πόλη ήταν οι Βάρκες (οι Βεντζίνες) όπως τις έλεγαν, που ξεκίναγαν από το σκάλωμα (λιμάνι του χωριού) και σε 30 λεπτά περίπου έφταναν στα Γιάννενα και έπιαναν λιμάνι στη σκάλα, εκεί που είναι τώρα τα μπαράκια « Τα Ναυτάκια».

Η Λαϊκή αγορά ήταν κατά μήκος του κάστρου στα Γιάννενα και όλοι οι Λογγαδιώτες άπλωναν τα ζαρζαβατικά τους κατά μήκος, από τα χαράματα για να πουλήσουν, άλλος ντομάτες, πεπόνια, καστραβέτσια (αγγουράκια) φασουλάκια ,χειμουνκά (καρπούζια) και μέσα σε όλους και η Κυρά Γεωργία με τα λάχανα που μάζεψε στον κάμπο, σέρνοντας τις πάνινες σακούλες και με την παλάντζα (ζυγαριά) κρεμασμένη στον ώμο ,πάνω κάτω φώναζε με όση δύναμη της είχε απομείνει ….Λάχανα πάρτι λάχανα άγρια ,μαζιμένα απ τα χεράκιαμ…πάρτι λάχανα.

Δεν είχε μόνιμο στέκι στη Λαϊκή η Κυρά Γεωργία, γιατί δεν είχε και άδεια σαν παραγωγός. Ήταν Πειρατής της Λαϊκής, μα παρόλα τα γεράματά της ξουράφι στο μυαλό και παμπόνηρη.

Εκεί που διαλαλούσε τα λάχανα της πάνω κάτω και είχε σχεδόν ξεπουλήσει, της είχε μείνει μόνο μισό τσουβάλι λάχανα, να και στέκεται μπροστά της ο Χωροφύλακας!!!

-Έχεις άδεια γιαγιά να πουλάς λάχανα............ τη ρώτησε.

Εκείνη έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε να περπατάει.

Ο χωροφύλακας της φώναζε από πίσω της πιο δυνατά

- Γιαγιά σταμάτα γιατί θα σε πάω Αυτόφωρο…μην μου κάνεις εμένα την κουφή.

Και σαν δεν έπαιρνε καμιά απόκριση από την Κυρά Γεωργία ,αγριεμένος την πιάνει από την αλυσίδα της παλάντζας και την τραβάει να σταματήσει.

-Μέσα της λέει πάμε μέσα στο Τμήμα ,θα σε πάω Αυτόφωρο, μου κάνεις και την κουφή, εγώ δεν τα σηκώνω αυτά.

Μπροστά ο χωροφύλακας ,πίσω η Κυρά Γεωργία ,σέρνοντας το τσουβάλι με τα λάχανα που απέμειναν και την παλάντζα στην πλάτη να χτυπά ρυθμικά η αλυσίδα στο πιάτο, πήραν το δρόμο για το Τμήμα και στη συνέχεια για το Δικαστήριο.

Παρέδωσε τη Δικογραφία ο χωροφύλακας με το κατηγορητήριο στην έδρα του Αυτοφώρου ,έβαλε και την Κυρά Γεωργία να καθίσει στο έδρανο της κατηγορουμένης, πάντα με το τσουβάλι και την παλάντζα μαζί της και περίμεναν το δικαστή να εκδικάσει το σοβαρό αυτό έγκλημα.

Μπαίνει ο Πρόεδρος του δικαστηρίου μέσα, ανεβαίνει στην έδρα κοιτάζει το φάκελο με τη δικογραφία και φωνάζει το όνομα της κατηγορουμένης.

-Γεωργία Π……………

Ανάσα δεν έβγαζε η Κυρά Γεωργία

-Γεωργία Π…………. ποια είναι δεν είναι εδώ? Ξαναρώτησε ψάχνοντας με το βλέμμα του την αίθουσα του δικαστηρίου.

Ο χωροφύλακας που καθόταν δίπλα της της λέει.

-Εσένα φωνάζει σήκω επάνω και πες παρούσα.

Σηκώνεται η Κυρά Γεωργία σέρνοντας ξοπίσω της το τσουβάλι με τα λάχανα και με την παλάντζα να χτυπά ρυθμικά και λέει στον Πρόεδρο.

-Εμένα φωνάζεις ορέ καλόπαιδο?

Κόκαλο ο Πρόεδρος με το θέαμα.

-Ναι εσένα φωνάζω τι έχεις να απολογηθείς? Τι έκανες?

Εγώ ορέ καλόπαιδο, πούλαγα αυτά τα λαχανάκια κι μίφεραν ιδώ ,δεν ξέρω γιατί.

Μούμναν κι αυτά τα λίγα απούλτα, μήπους θέλς κι σύ κανά δυό ουκάδις να μη τα σιργιανάου άλλου?

Εξοργισμένος ο Πρόεδρος γυρίζει προς το όργανο το χωροφύλακα και του λέει.

-Τι την έφερες εδώ βρε χαμένε άλλη δουλειά δεν είχες να κάνεις και βρήκες αυτή τη χαζή και την ταλαιπωρείς και μας απασχολείς κι εμάς?

-Πηγαίνετε κυρία μου …ΑΘΩΑ λέει ο Πρόεδρος.

Το τσουβάλι να σέρνεται και πάντα με την παλάντζα στον ώμο η Κυρά Γεωργία έβγαινε από τον οίκο της Δικαιοσύνης και μέχρι να φτάσει στο δρόμο είχε ξεπουλήσει όλα τα λάχανα στους παρευρισκομένους εκτός Δικαστηρίου που άκουσαν την διαδικασία της δίκης και λυπήθηκαν την καημένη τη γριούλα.

Κι εκεί στα ξεχωρίσματα με το χωροφύλακα γυρίζει η παμπόνηρη γριούλα και του λέει....

Άμα θέλεις ξαναπήγαινε με κατηγορούμενη….. θα φας ξύλο από τον Πρόεδρο βλάκα ,παλιόβλακα, χαμένε ,όπως σε είπε και ο κυρ-Δικαστής.

Χαμογελώντας κρυφά που κέρδισε τη δίκη κάνοντας τη χαζή και βγάζοντας το χωροφύλακα πιο χαζό, με το άδειο τσουβάλι στον ώμο και την παλάντζα μέσα ,κατηφόριζε για τη σκάλα ( το λιμάνι), να πάρει την πρώτη βάρκα και να γυρίσει στο χωριό με τα λίγα λεφτουδάκια που μάζεψε και τη σιγουριά πως δεν θα την ενοχλήσει κανείς πια μετά το πάθημα του χωροφύλακα.


==================================================================
Ο Ξέφυλλος


Μικρές Ιστορίες του χωριού

Αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, βιώματα που σημάδεψαν τη ζωή μου και γεγονότα που θα πρέπει να θυμούνται οι τωρινοί αλλά και να γνωρίζουν οι επερχόμενες γενιές μου φώναξαν να γράψω μερικές Μικρές Ιστορίες του χωριού….Έτσι για να μην ξεχνάμε…

Ο ήλιος έγερνε αργά-αργά στην αγκαλιά της Δύσης και τα πουλιά βιαστικά πέταγαν προς τις φωλιές τους, να κουρνιάσουν μέχρι το άλλο πρωινό και πάλι να ξεχυθούν στον κάμπο να μαζέψουν όσα σπυριά απομείνανε από τις μαζεμένες καλαμποκιές του περασμένου μήνα.
Τα παιδάκια του χωριού ,με χαρούμενες φωνούλες ,έτρεχαν ακόμη στους δρόμους προτού νυχτώσει για τα καλά ,και κουρνιάσουν και αυτά στις ψάθες με τις χοντρές φλοκάτες .

Τα παλικάρια με το τσιγαράκι στο χέρι ,χτενισμένα και περιποιημένα ,μετά από μια κουραστική μέρα, άλλος στα χωράφια να μαζέψει τα τελευταία τριφύλλια, άλλος στο μεροκάματο και άλλος με τα πρόβατα κατηφορίζουν τα στενά σοκάκια του χωριού προς την πλατεία και τα καφενεία να πιούν κανένα τσίπουρο φετινής σοδιάς ,κρασάκι κόκκινο και να περιμένουν τα κορίτσια στο δρόμο τους για το πηγάδι, με τις βαρέλες και τα φουτσέλια στον ώμο να πάνε για νερό.

Εκεί αντάλλασαν ματιές, πονηρές και κρυφά χαμόγελα και γελούσαν με μερικές τσιούπρες που με σηκωμένο κεφάλι ,λες και είχαν καταπιεί κανένα καδρόνι, δεν γύριζαν να κοιτάξουν τα αγόρια ,ούτε καν στο πλάι ,για να δείξουν καλή διαγωγή και τιμιότητα.

Εκεί τα παλικάρια ξεκαρδίζονταν στα γέλια και το τι άκουγαν δεν λέγεται….

Σαν γέμιζαν τις βαρέλες και τα φουτσέλια με νερό τα κοριτσόπουλα γύριζαν στα σπίτια τους ,άλλες ικανοποιημένες και χαρούμενες γιατί είδαν το αγόρι που λαχταρούσαν και άλλες ,οι τίμιες, ικανοποιημένες πως δεν έδωσαν δικαίωμα στην μικρή κοινωνία του χωριού.

Και σαν νύχτωνε για τα καλά, τα παλικαράκια ρωτούσαν ο ένας τον άλλο.

-Ποιος έχει ξέφυλλο απόψε ρε; Άντε να πάμε να κάνουμε καμιά πλάκα.

-Έχει στο σπίτι της Μαρίας έμαθα ,αλλά και στης Γεωργίας από πάνω

Ωχ λέει ο Νίκος… εγώ δεν έρχομαι ,μου έταξε πολύ ξύλο ο πατέρας της άμα γυρίσω και την ξανακοιτάξω.

-Έλα ρε Νίκο όλοι παρέα θα πάμε, σιγά μην τολμήσει και σε πειράξει, θα πάμε να βοηθήσουμε στον ξέφυλλο όπως κάνουμε και στα άλλα σπίτια.

Κάνοντας το δύσκολο και ο Νικόλας και με λίγες σπρωξιές, τάχα-τάχα πως δυσκολευόταν ξεκίνησαν για το σπίτι της Μαρίας.

Από μακριά άκουγαν τις κοπέλες να τραγουδάνε και έστηναν αυτί να ξεχωρίσουν τις φωνές, ψάχνοντας νοερά για την κοπέλα της καρδιά τους, ευχόμενοι να είναι και αυτή στον ξέφυλλο.

Σαν έφτασαν στο σπίτι της Μαρίας ,οχτώ παλικαράκια, κοντοστάθηκαν να αποφασίσουν ποιος θα μπει πρώτος στην αποθήκη με τα στοιβαγμένα καλαμπόκια, δεν κράτησα τη σειρά ποιός μπήκε πρώτος η δεύτερος, τελευταίος πάντως μπήκε ο Νικόλας με το κεφάλι κατεβασμένο.

Σαν μπήκαν στην αποθήκη τα παλικαράκια ένα - ένα, το τραγούδι σταμάτησε και τα κοριτσόπουλα με τα χρωματιστά μαντήλια στο κεφάλι τους χαμήλωσαν τα μάτια και κρυφοκοίταζαν χαμογελαστές ,ρίχνοντας κλεφτές ματιές η κάθε μια στο λεβέντη της.

-Γεια σας και χαρά σας και του χρόνου πιο πολλά καλαμπόκια καλλίτερη σοδιά μπάρμπα, αναφώνησαν όλοι λες και ήταν σε χορωδία.

Καλώς τα παλικάρια είπε ο Κύρ-Κώστας ο πατέρας της Μαρίας και κοίταζε λοξά το Νικόλα, αλλά χωρίς κακία και έχτρα.

Κάθισαν άλλος στη μια γωνιά, άλλος στην άλλη ,ανακατεμένοι με τα κορίτσια και τους γείτονες της Μαρίας και άρχισαν να ξεφυλλίζουν τα καλαμπόκια ,πετώντας τα φύλλα πίσω τους και τον καρπό μπροστά κάνοντας σιγά – σιγά σωρό με τις καλαμποκιές και το τραγούδι άναψε πάλι για τα καλά .

Ξέφευγε που και πού κανένα καλαμπόκι ,κατά λάθος, και έπεφτε στις ποδιές των κοριτσιών σαν είχαν αυτή την ευκαιρία και δεν τους έβλεπαν οι μεγαλύτεροι, και τα χαμόγελα με νόημα που μόνο αυτά καταλάβαιναν ,κυλούσαν οι ώρες μέχρι τα μεσάνυχτα.

Κατά τις δώδεκα μεσάνυχτα, σηκώθηκε η Κυρά-Βασιλική ,η μάνα της Μαρίας και λέει., ώρα για φαγητό νηστικό αρκούδι δεν χορεύει και νηστικά παλικάρια και κορίτσια δεν δουλεύουν, εμπρός όλοι στις τάβλες στο μαγειρείο.

Πέταξαν τα φύλλα από πάνω τους όλοι και τινάζοντας τα μουστάκια από τα καλαμπόκια, πήγαιναν ένας-ένας στις τάβλες που είχαν στρωθεί με την υπέροχη φασουλάδα, κρεμμύδι ,ελιές και χωριάτικο ζυμωμένο καθάριο ψωμί.

Τελευταίος πάλι ο Νικόλας, ντροπαλός και προσεκτικός μην προκαλέσει τον Κυρ-Κώστα τον πατέρα της Μαρίας και ακούσει καμιά κουβέντα βαριά και τον ντροπιάσει στους άλλους.

Τον κοίταζε ο Κυρ-Κώστας ,τον ζύγιζε από πάνω μέχρι κάτω, του άρεσε και η συμπεριφορά του και χαμογελώντας πήγε δίπλα του.

Δεν μου λες ρε Νικόλα , του λέει, εσύ δεν μιλάς απόψε ,δεν λες τίποτε;

-Τι να πω Κυρ-Κώστα, άμα μιλήσω και πω αυτά που θέλω μπορεί να με σκοτώσεις όπως είπες.

Παίρνει μια βαθειά ανάσα ο καημένος ο Νικόλας, σηκώνεται από την τάβλα και με δυνατή φωνή λέει στον Κυρ-Κώστα.

Λοιπόν δεν πάει άλλο, εγώ πεθαίνω κάθε μέρα, δεν αντέχω άλλο, αγαπάω τη Μαρία και θέλω να την κάνω γυναίκα μου και για να ξέρεις και η Μαρία με αγαπάει….. και σταματάει απότομα περιμένοντας την οργή του Κυρ-Κώστα.

Έστριβε το μουστάκι του ο Κυρ-Κώστας, τον κοίταζε πως ήταν χλομιασμένος ο καημένος ο Νικόλας, χαμογελάει και του λέει.

Άιντε ορέ Νικόλα, άμα είναι έτσι τα πράγματα και αγαπιέστε τι να πω εγώ;

Με την ευχή μου ορέ παλιοζάγαρο ,είσαι καλό παιδί και μου χρειάζεται ένα παλικάρι σαν και σένα για τη Μαρία μου.

Το τι έγινε δεν λέγεται.

Ο Νικόλας με μια δρασκελιά πήδηξε την τάβλα και βρέθηκε κοντά στη Μαρία που είχε γίνει κατακόκκινη σαν παπαρούνα . Την αγκάλιασε τη φίλησε στο μάγουλο και δεν την άφηνε από τη χερούκλα του .

Τα κορίτσια έπιασαν το χορό, τα παλικάρια γελούσαν και αγκάλιαζαν τον Νικόλα και τα πειράγματα πήγαιναν σύννεφο.

Οι κούπες με το ωραίο κρασί του Κυρ-Κώστα άδειαζαν συνεχώς και το γλέντι άναψε για τα καλά .Η Κυρά-Βασίλω η μάνα της Μαρίας πετούσε από τη χαρά της, τα ήξερε όλα από την Μαρία αλλά δίσταζε να κάνει κουβέντα με τον άντρα της τον Κυρ-Κώστα για το Νικόλα.

Ο χορός καλά κρατούσε και ο ξέφυλλος πάει περίπατο. Μέχρι τα ξημερώματα όλοι χόρευαν και έπιναν λες και ήταν αρραβώνες.

Κοντά στο γλυκοχάραμα λέει ο Κυρ-Κώστας.

-Άιντε ορέ στα σπίτια σας τώρα, ο ξέφυλλος ας περιμένει άλλο βράδι, σήμερα έχω χαρά μεγάλη και δεν νοιάζομαι για καλαμπόκια αλλά για τη Μαρία μου και το Νικόλα.

Ένας- ένας αποχαιρετούσαν το Νικόλα και τη Μαρία ……….

Καλά στέφανα , να ζήσετε ,μπράβο Κυρ-Κώστα ,Κυρά Βασιλική να τους χαίρεσαι……

Έφυγαν όλοι και έμεινε πάλι τελευταίος ο Νικόλας όπως πάντα αλλά τώρα θα μπαίνει πρώτος και θα φεύγει πάντα τελευταίος στο σπίτι της Μαρίας του…….

Έτσι ξεκίνησε μια όμορφη εποχή για τη Μαρία και τον Νικόλα ,παντρεύτηκαν, έκαναν και τρία παιδιά και ζουν ακόμη ευτυχισμένοι με όμορφα γεράματα …….

Νίκος Παπαχρήστος
====================================================

1 σχόλιο:

  1. Νικολακη ποσο δικαιο εχεις και να σκεφτεις οτι καποιοι κανουν cyber sex με βρωμιαρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή