Σελίδες

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Διηγήματα: Δημήτρης Φίλιος

Τα λαζαρούδια του κάμπου στις γειτονιές των Γιαννίνων


Η Άνοιξη είναι η εποχή που η μοσχοβολημένη φύση γεννάει, η πλάση δημιουργεί, καρποδένει και χαίρεται. Έρχονται οι πελαργοί, τα χελιδόνια, και όλοι οι πρόσφυγες των κλιματικών αλλαγών για να ξεκαλοκαιριάσουν στην πανέμορφη πατρίδα μας. Η κακοκαιρία τα ξεριζώνει από το τόπο τους και το ένστικτο της αυτοπροστασίας τα οδηγεί προς τα δω.

Κάπου εκεί στα μέσα αυτής της εποχής και στην αρχή της Σαρακοστής, τα δασκαλοπαίδια των μεγαλύτερων τάξεων του χωριού, ετοιμάζονται για το λάζαρο. Μαζεύονται στους μαχαλάδες και φτιάχνουν τις ομάδες για να πουν τα τραγούδια των ημερών. Συζητάνε για τα κυπριά, τα κουδούνια, πόσα και πόσο μεγάλα θα είναι, από ποιόν τσέλιγκα θα τα δανειστούν, πού θα βρουν κυπροσανίδα, πώς θα τα καρφώσουν, ποιός θα τους δώσει κρανόξυλο για να την στηρίξουν, ποιοί θα πάνε στο μοναστήρι να προμηθευτούν βάγια για να στολίσουν το σταυρό και άλλα πολλά.

Ο Φώτης, ένα από τα καλύτερα λαζαρούδια στο χωριό, έχει κυπριά από τα πρόβατα του παππού του. Δυο μεγάλα δίγλωσσα και δυο μικρότερα μονά. Κάθε χρόνο καταφέρνει να ταιριάξει τους ήχους. Έχουν πολλά γκεσέμια στο κοπάδι, οι βοσκοί ξέρουν από λάλημα κυπριών και του διαλέγουν τα καλύτερα. Ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά τα λαζαροτράγουδα και έχει καθαρή και δυνατή φωνή. Τα βράδια παίρνει την παρέα του, τρία-τέσσερα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς και πηγαίνει στην πάνω Χάϊδω, μια όμορφη σιαδιά, δίπλα από το εκκλησάκι του Αϊ -Λια. Εκεί, κάτω από την λαγαρή φεγγαράδα και ανάμεσα από την μαγεία της ανοιξιάτικης νύχτας και τη μυρουδιά του θυμαριού αρχίζουν τις πρόβες. Η φωνή των παιδιών τις πρώτες βραδιές είναι δυνατή αλλά ασυντόνιστη. « Ο Λάζαρος απέθανε εδώ και τρεις ημέρες, τρεις μέρες ήταν άρρωστος, τρεις μέρες πεθαμένος,» λέει το τραγούδι. Ο ήχος των κυπριών βαρύς, καθαρός, έχει ρυθμό και ακούγεται σ’ όλο το χωριό.

Μετά το σούρουπο, μόλις θαμπώσει για τα καλά, άλλες παρέες ανταμώνουν στον πέρα μαχαλά, είναι η κομπανία του Αριστείδη. Εκεί στο ύψωμα του Αϊ -Θανάση κάτω από την τσαπουρνιά, κάνουν αντίπραξη στους ήχους των άλλων με κυπροκούδουνα. Η λαζαροσανίδα τους, κεντημένη με μεράκι, έχει καρφωμένα πάνω της δυο κυπριά μπροστά και δυο κουδούνια στην πίσω σειρά, όλα παρμένα από το κοπάδι του σπιτιού. Τα διάλεξε ο ίδιος ο πατέρας του που κατέχει από ήχους κουδουνιών. Ένα μεγάλο κυπρί, ένα μεσαίο και δυο μικρά κουδούνια είναι ο καλύτερος συνδυασμός για λαζαροκυπροκούδουνα. Αρχίζουν το τραγούδισμα τα παιδιά του Αϊ -Θανάση, κάτω από την αστροφεγγιά, δίπλα στα μνήματα, παρέα με τ’ αναμμένα καντήλια, χωρίς να φοβούνται τους πεθαμένους και τα φαντάσματα της νύχτας. Λένε το «κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο……… Χριστέ μου ποιος σε σταύρωσε και είσαι σταυρωμένος ……….Οι άνομοι και τα σκυλιά και τρεις καταραμένοι».

Σταματάνε για λίγο τα λαζαρούδια του Αϊ -Λια και ακούνε με προσοχή τα τραγούδια των παιδιών του Αϊ -Θανάση. Ξεκουράζονται οι παρέες του Αϊ -Θανάση και αρχίζουν τα λαζαρούδια του Αϊ -Λια. Τραγούδια λυπητερά, μιλάνε για το Λάζαρο, το Χριστό, το σταυρό, τα καρφιά, τον τάφο του, τη Μάρθα και τη Μαρία. Παλιά λαζαροτράγουδα, ανασυρμένα από τα ξεκλειδωμένα σεντούκια της παράδοσης. Οι χωριανοί ανοίγουν τα πορτοπαράθυρα βγαίνουν στις αυλές, ακουμπάνε στα πέτρινα πεζούλια και ακουρμένονται με ευχαρίστηση τα λαζαροπαίδια που τραγουδάνε. Οι παλιότεροι θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια, κάνουν συγκρίσεις και προσπαθούν να ταυτίσουν πρόσωπα και φωνές με το σήμερα και το χθες. Στις φλέβες, μαζί με το αίμα, κυλούν και οι μνήμες. Δεν τελειώνεις εύκολα με τα τρανταχτά γεγονότα της νιότης και όσο εσύ πιστεύεις πως τα σβήνεις, εκείνα δεν φεύγουν.

Τα λαζαροπαίδια ή τα λαζαρούδια, όπως επικράτησε να τα λέει ο απλός κόσμος, την παραμονή του Λαζάρου, φέρουν γύρα το χωριό και τραγουδάνε σε κάθε αρχοντικό αλλά και σε κάθε φτωχικό κονάκι. Ανήμερα της γιορτής πάνε στα Γιάννενα, γυρίζουν τις γειτονιές του Κάστρου, του Κουρμανιού, της Σιαράβας, τα ξυλάδικα, τα μανάβικα, τα μπακαλιά, τα εμπορικά της αγοράς και λένε το λάζαρο. Με ρυθμό κουνάνε την κυπροσανίδα και με μελωδική φωνή τραγουδάνε. Τα φράγκα, τα δίφραγκα, και κάπου-κάπου τα πεντάδραχμα γεμίζουν τις τσέπες των παιδιών. Οι Γιαννιώτες τα καλοδέχονται. «Από πού είστε καλόπαιδα», φωνάζει κάποιος μαγαζάτορας στα λαζαρούδια. «Από τον κάμπο απέναντι», απαντούν τα λαζαροπαίδια, «ήρθαμε από το πρωί στο λιμάνι της Σκάλας, με την πρώτη βάρκα, να σας πούμε το λάζαρο, να σας ευχηθούμε καλό Μεγαλοβδόμαδο και καλή Ανάσταση. Τα ξέρουμε όλα τα τραγούδια. Τα τραγουδάμε, μέρες τώρα, τα βράδια στο χωριό».

Το κορμί τους ανάβει από τα τρεχάματα, γιατί πρέπει να προλάβουν να χτυπήσουν κ’ άλλες πόρτες μέχρι το μεσημέρι. Ο ιδρώτας στάζει και το αίμα τους κοχλάζει από το πολύ γκεζέρισμα. Η φωνή τους βραχνιάζει από το ρυθμικό νανούρισμα των πένθιμων τραγουδιών. Με τα κυπριά παραμάσχαλα γυρνάνε στους δρόμους και τα στενοσόκακα λέγοντας αλησμόνητα τραγούδια που κρατάνε ακόμα ζωντανή την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας. Τραγουδάνε για το Θεό τους, τον αναστημένο Λάζαρο, το σταυρωμένο Χριστό τους. Θα τα πούνε στο Δήμαρχο, το Νομάρχη, στους παπάδες της Μητρόπολης και, αφού κάνουν τα ψώνια τους από το χαρτζιλίκι που μάζεψαν, γυρίζουν με την τελευταία βάρκα από τα Γιάννενα στο καμποχώρι κουβαλώντας εμπειρίες. Μολογάνε ιστορίες, σχολιάζουν εικόνες, πράγματα και καταστάσεις από το ολοήμερο, ασιγούρευτο σεργιάνισμα στην όμορφη μεγαλούπολη. Τα μικρότερα της παρέας, ίσως να νταραβερίζονται και για πρώτη φορά με τα λαζαρούδια Έχουν όμως εμπιστοσύνη στα μεγαλύτερα που πήγαν και πέρυσι και πρόπερσι. Είναι θαρραλέα και περήφανα παιδιά. Δεν διστάζουν να ζητήσουν να πουν το λάζαρο, δεν αισθάνονται αμήχανα γιατί δεν φοράνε καλά ρούχα, ούτε άβολα που κατάγονται από χωριό .Είναι οι νοικοκυρεμένοι μικροί ονειροπόλοι, οι ταξιδιώτες του εθίμου, οι χαμογελαστοί τροβαδούροι της παράδοσης. Έχουν καλούς γονείς και άριστους δασκάλους, έμαθαν από το σπίτι και το σκολειό τους τρόπους συμπεριφοράς, έχουν αξιοπρέπεια και εκπέμπουν ένα αγνό επαρχιώτικο ήθος, μια αληθινή ευγένεια.

Είναι οι νεολαίοι που σε λίγο θα αφήσουν τον τόπο τους και θα πάνε σ’ ένα από τα γυμνάσια της πόλης να μάθουν γράμματα και να μορφωθούν, τέχνες για να ζήσουν καλύτερα. Θα μπορούν από δωδεκάχρονα να πλένουν, να μαγειρεύουν, να πορεύονται μόνα τους. Είναι παιδιά έξυπνα, με πείσμα και θέληση για να αλλάξουν τη ζωή τους. Μακάρι η Παναγία να βοηθήσει αυτούς τους μικρούς λαμπαδηδρόμους της παράδοσης να βρουν κουράγιο και δύναμη για να εκπληρώσουν τα όνειρά τους.



Δημήτρης Μ. Φίλιος



Οικονομολόγος Καθηγητής Δ/θμιας Εκπ/σης


==========================================================
Τα Γυμνασιόπαιδα του κάμπου
Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε……...
==================================
Η ζωή ήταν και εξακολουθεί να είναι δύσκολη στα χωριά του κάμπου. Τα προβλήματα πολλά. Οι καμποχωρίτες αγκαλιασμένοι με αυτά προσπαθούν με τα λίγα μέσα που διαθέτουν να βρουν τη λύση τους. Τα λεφτά βγαίνουν με κόπο και είναι λιγοστά σε όλα τα νοικοκυριά.


Τα παιδιά των χωραφιών βλέποντας από κοντά τη χρόνια αυτή μιζέρια ονειρεύονται μια άλλη ζωή. Καλά είναι τα πρόβατα, καλά και τα κτήματα αλλά δεν δίνουν την ευκαιρία για κάτι καλύτερο. Οι δάσκαλοι, στους μαθητές που έχουν κλήση στα γράμματα ,φυτεύουν ιδέες. Τους λένε για τη Σχολή Ικάρων, το Ναυτικό, τη Χωροφυλακή. Τους ενημερώνουν για το τι κάνει ο δικηγόρος, τι προσφέρει ο γιατρός, πώς μπορεί να γίνει κανείς δάσκαλος, καθηγητής, οικονομολόγος. Τα ορεξάτα για διάβασμα σχολιαρόπαιδα σκέπτονται κάτι απ’ όλα αυτά για τον εαυτό τους. Γράφουν μέτριες εκθέσεις και λύνουν όλες τις ασκήσεις της αριθμητικής και της Γεωμετρίας. Έχουν άριστο μυαλό και μπορούν να προχωρήσουν στα γράμματα αλλά αλλού είναι ο κόμπος στο χτένι. Τα Γυμνάσια εδρεύουν στην πόλη. Πού θα μείνουν; Τί θα φάνε; Με τι χρήματα θα αγοράσουν τα τετράδια και τα βιβλία; Πώς θα πορευτούν τόσα χρόνια στα θρανία; Από τη μια όλα αυτά τα εμπόδια και από την άλλη η δίψα για μόρφωση. Βλέπουν τα μεγαλύτερα γυμνασιόπαιδα να έρχονται τα Σαββατοκύριακα από την πόλη και θέλουν και αυτά να τους μοιάσουν. Θέλουν και αυτά να πάνε στη Ζωσιμαία, στο Αρρένων, στο Οικονομικό.

Οι εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο δεν τα απασχολούν. Ούτε οι προφορικές ερωτήσεις στα Θρησκευτικά, την Ιστορία και τη Γεωγραφία ούτε οι γραπτές εξετάσεις στα Μαθηματικά τα γονατίζουν. Την Έκθεση φοβούνται όλοι. Ποιο θα είναι το θέμα; Άλλο να γράφουν για την πλατεία του χωριού και άλλο να γράφουν για το συντριβάνι στην πλατεία της πόλης, που δεν το έχουν δει ποτέ και ούτε ξέρουν τι είναι αυτό και ούτε γνωρίζουν πώς λειτουργεί και τι χρειάζεται. Αλλιώς γράφουν τα παιδιά του κάμπου για το ξωκκλήσι του Αϊ-Λια και αλλιώτικα γράφουν τα παιδιά της πόλης για το εμπορικό κέντρο. Οι εμπειρίες διαφορετικές και τα βιώματα άλλα στις δύο αυτές κοινωνικές ομάδες. Τα χωριατόπαιδα όμως δεν το βάζουν κάτω. Έμαθαν να παλεύουν από τα γεννοφάσκια τους. Η πειθαρχία, η μελέτη, η εργασία είναι η καλύτερη μέθοδος μάχης για ένα όμορφο αύριο. Στις γραπτές δοκιμασίες τα παιδιά του κάμπου τα πάνε καλά, τα αποτελέσματα βγαίνουν και τα περισσότερα είναι στους πίνακες των επιτυχόντων και μάλιστα σε καλή σειρά. Η μόρφωση είναι μια ατέλειωτη εμπόλεμη κατάσταση με τον εαυτό τους. Αν θέλει να φτάσει κανείς κάπου ,θα πρέπει είτε να πάει πίσω και να σπρώξει είτε να πάει μπρος και να τραβήξει. Αν στέκεται στην άκρη δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Τα αγχωμένα από τη φτώχεια παιδιά, που οι γονείς τους ξέρουν μόνο να σκάβουν τη γη, να ανακατεύουν το χώμα και να φυτεύουν κηπευτικά, θέλουν κάπου να φτάσουν και το τώρα είναι η καλύτερη εποχή. Το σήμερα η ωραιότερη μέρα.

Τα αποδημητικά πτηνά στην αναζήτηση κάποιας ζεστασιάς ρίχνονται στην περιπέτεια ενός μακρινού ταξιδιού. Οι φτωχότεροι μαθητές από τα γυμνασιόπαιδα της πρώτης τάξης θα πάνε στα επαρχιακά σχολεία της Πωγωνιανής και του Μετσόβου. Εκεί στα οικοτροφεία αυτών των κεφαλοχωριών του νομού θα βρούνε στέγη, ζεστασιά και τροφή. Οι υπόλοιποι, που κάπως τα βολεύουν οικονομικά, θα νοικιάσουν ένα δωμάτιο στο κάστρο ή στις φτωχογειτονιές της Σιαράβας. Καθένας, με τον πήχυ του μετράει το πανί του. Η οικοσκευή λιτή. Ένα κρεβάτι, ένα τραπεζάκι, μια καρέκλα, μια γκαζιέρα, για να ζεσταίνουν το φαγητό, μια καραβάνα, το κύπελλο, παλιές εφημερίδες στα παράθυρα για κουρτίνες, δύο τελάρα σε κάποια άκρη στρωμένα με γαλάζιο χαρτί σε ρόλο βιβλιοθήκης, κάποια καρφιά στον τοίχο για να κρεμάνε τον τρουβά με το ψωμί και όλα αυτά μαζί συνθέτουν το σκηνικό του μαθητικού δωματίου.

Οι πρώτες μέρες στο Γυμνάσιο δύσκολες, οι προβληματισμοί πολλοί, η προσαρμογή ίσως και ακατόρθωτη. Χάθηκε η ζωηράδα της δωδεκάχρονης χωριάτικης ψυχής, κρύφτηκε η δύναμη της παιδικής νιότης κάτω από το μπαλωμένο παντελόνι και τα τρύπια παπούτσια. Τα πλουσιόπαιδα έχουν σιδερωμένα ρούχα και καινούρια πουκάμισα, αρχοντικές μπλούζες πλεγμένες στις καλύτερες πλέχτρες της πόλης, ευρωπαϊκές κάλτσες και λουστρισμένα σκαρπίνια• και τούτα, τα καμποπαίδια με τσουράπια, με κοντό ρετσινένιο παντελόνι και γαλότσες στα πόδια. Μόνο στα καπέλα μοιάζουν. Έχουν όλοι την κουκουβάγια και το σήμα με τα αρχικά του Σχολείου. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, που ο καθένας έχει το δικό του χρώμα και τη δική του υπόσταση. Από τη μια τα χωριατόπουλα σαν τα αγριοπούλια ψάχνουν με αποφασιστικότητα να βρούνε μια φωλιά για να κουρνιάσουν, ένα πιάτο φαΐ για να χορτάσουν την πείνα τους, ένα φιλόξενο σχολείο για να αβγατίσουν τη μόρφωσή τους. Από την άλλη τα παιδιά της πόλης με λυμένα τα καθημερινά τους προβλήματα, ρίχνονται όλα μαζί στον άνισο αγώνα για την κατάκτηση της γνώσης και της αξιοσύνης από τα ίδια θρανία, με τους ίδιους δασκάλους.

Το κουδούνι χτυπά στο τέλος και της έκτης ώρας.. Εκείνα «τα τυχερά παιδιά» θα γυρίσουν στο σπίτι τους, θα βρουν φαγητό, ζεστασιά, μάνα, πατέρα, αδέλφια και κάτι θα πουν για το σήμερα. Ετούτα, «τα άλλα παιδιά», «τα χωριατάκια», όπως περιφρονητικά τα φωνάζουν, τραβάνε για τη Σκάλα, το λιμάνι με τις βάρκες. Εκεί σε κάποιο κατάρτι κρέμεται ο τρουρβάς από το χωριό.

Έστειλαν σπιτιακό φαΐ στον κλειδοπίνακα, μπομπότα στο ψωμομάντηλο και γιδοτύρι στη λαδόκολλα. Τι άραγε να έχει μαγειρέψει η καλόψυχη και πονεμένη μανούλα για σήμερα; Ντόπια πραμάτια από τον κάμπο. Τη μια μέρα φασόλια, την άλλη πατάτες, την παράλλη φακές, και κάθε βδομάδα μία από τα ίδια, αλλά με διαφορετική σειρά. Όλο το καμποχωρίτικο μπουλούκι, μικροί και μεγάλοι με τον τρουβά στον ώμο και τα βιβλία παραμάσχαλα, ξεθαρρεμένα πια γιατί είναι μεταξύ τους, του ίδιου συναφιού, φοράνε τα ίδια τριμμένα φτωχικά ρούχα, τις ίδιες πλαστικές γαλότσες αγορασμένες από το παζάρι, μιλάνε την ίδια χωριάτικη γλώσσα, έχουν τη ίδια βαριά καμπίσια προφορά, με αστεία και φωνές επιστρέφουν στα νοικιασμένα φτωχόσπιτα του κάστρου. Θα φάνε, θα ξεκουραστούν λίγο και θα ριχτούν στο διάβασμα.

Με τους καστρινούς δένουν. Είναι και κείνοι απλοί σαν τους καμποχωρίτες, άνθρωποι του μόχθου, του πόνου, της φτώχειας και του μεροκάματου. Νοικιάζουν το ένα από τα δύο δωμάτια του σπιτιού τους στα γυμνασιόπαιδα για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Τα παιδιά του κάμπου παίζουν και κάνουν παρέα με τα δικά τους παιδιά, έχουν την ίδια γειτονιά, την ίδια πλατεία, τα ίδια ενδιαφέροντα. Σκαρφαλώνουν μαζί στα τείχη του κάστρου, ανακαλύπτουν μαζί τις στοές, τα στενά και τα σοκάκια της καστρούπολης. Σιγά-σιγά γίνεται η προσαρμογή. Οι εντυπώσεις αλλάζουν. Ο νους των χωριατόπαιδων καταλαγιάζει και η καρδιά μαλακώνει. Η εγώπολη και η εσύπολη σε αυτήν τη γωνιά της πόλης είναι η ίδια. Είναι η γειτονιά τους. Γνωρίζονται μεταξύ τους, μαθαίνονται, φωνάζονται με τα μικρά τους ονόματα, θέλουν τη συνύπαρξη και αυτό είναι που τα δένει. Τα φτωχοπαίδια του κάμπου δεν είναι πλάσματα κατώτερου Θεού. Όχι. Όλοι έχουν τον ίδιο Θεό και κάτι ο Μεγαλοδύναμος πιστεύουν να μοιράσει και σ΄ αυτά.

Η σωστή θέση στη ζωή είναι να ανέχεσαι αυτό που επικρατεί και να αλλάζεις αυτό που μπορείς. Πέντε μέρες στην πόλη. Σαββατοκύριακο στο χωριό• να πλυθούνε, να αλλάξουν ρούχα, να δούνε τους δικούς τους, να τους πούνε νέα, να ακούσουν τα δικά τους. Τις κρύες Δευτέρες του χειμώνα κουκουλωμένα στην κάπα του πατέρα παίρνουν το πρώτο πρωινό καΐκι για τα Γιάννενα. Πάντα συνεπείς στην ώρα τους οι βαρκαραίοι για να προλάβουν τα γυμνασιόπαιδα το Σχολείο. Όλοι τους καλοί και ευγενικοί βοηθάνε με τον τρόπο τους τα φτωχοπαίδια στην προσπάθεια που κάνουν. Εξάλλου οι περισσότεροι από αυτούς έχουν και τα δικά τους παιδιά στα γράμματα και ξέρουν από κοντά τα προβλήματα και τις δυσκολίες.

Όταν ο βοριάς σταματάει τα δρομολόγια της λίμνης και ο τρουβάς με το μεσημεριανό δεν έρχεται στο λιμάνι της Σκάλας, τότε για τους μαθητές οι λύσεις του φαγητού είναι άλλες. Μοιράζονται το ξεροκόμματο των προηγουμένων ημερών και γεμίζουν το στομάχι τους με γαλοτύρι και λαχαραμιά που από το ξεκίνημα του Σχολείου έχουν κάτω από το κρεβάτι τους , μέσα στα σταμνιά και τα μικρά ξυλοβάρελα.

Στην αρχή κάθε χρονιάς, οι μεγαλύτεροι στην τάξη μαθητές πουλάνε στους μικρότερους τα παλιά τους βιβλία -μεταφράσεις των αρχαίων, μαθηματικά, λύσεις των ασκήσεων- όλα στη μισή τιμή για να πάρουν με τη σειρά τους από τους άλλους ή από το παλαιοπωλείο του Κουρμανιού τα δικά τους για την παραπάνω τάξη.

Το ψωμί είναι γλυκύτερο, όταν το μοιράζεσαι και η ανέχεια γίνεται λαφρύτερη, όταν την μεσιάζεις. Οι απόφοιτοι της έκτης τάξης πριν φύγουν από το Σχολείο, χαρίζουν την οικοσκευή τους στα πρωτάκια και ο κύκλος συνεχίζεται. Η φτώχεια γεννάει ιδέες επιβίωσης. Τίποτα δεν πάει χαμένο, όλα αλλάζουν χέρια. Αυτοί που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ίσως αποδεικνύονται ισχυρότεροι. Χρειάζεται να ναυαγήσει κανείς πολλές φορές για να γίνει θαλασσοπούλι. Και τούτα τα παιδιά του κάμπου καθημερινά δίνουν τον αγώνα τους για τη ζωή που τόσο σκληρά τους φέρνεται. Αλλά πού θα πάει. Το βόδι δένεται από τα κέρατα και τα σχολιαρόπαιδα από τα λόγια τους. Δώσανε λόγο τιμής να μάθουν γράμματα και θα τα μάθουν. «Πόνος και πόθος και παλμός και αγώνας μας, το αύριο να γίνει καλύτερο από το χθες» πως λέει και το τραγούδι.

Αυτό που λέγεται φωναχτά για να ακούγεται δυνατά«Τα παιδιά των γεωργών να γίνουν γεωργοί και τα παιδιά των γιατρών να γίνουν γιατροί γιατί έχουν λεφτά», δεν το χώνεψε ποτέ το στομάχι τους γιατί, απλά ποτέ δε θέλησαν να καταπιούν κάτι τέτοιο. Κάθε πρωί δένουν σταυρωτά τα λιγοστά βιβλία τους γι να μη φεύγουν από την παγωμένη παλάμη τους, ρίχνουν λίγο τριμμένο μπομποτίσιο ψωμί στις τσέπες τους για να έχουν κάτι να βάλουν στο στόμα τους στα διαλείμματα και τραβάνε για το Σχολειό τους. Καθημερινά μέσα από τα στενά και τα υπόστεγα, εκεί που ο αέρας κόβεται και η βροχή κρατιέται, κάνουν το ίδιο σχολικό δρομολόγιο για ένα και μοναδικό σκοπό, να αλλάξει δρόμο η ζωή τους.

Δεν μπορεί κανένας να ανέβει στην πλάτη σου, εκτός αν εσύ ο ίδιος σκύψεις. Άλλο να είσαι γεωργός και άλλο γεωπόνος, άλλο να είσαι κτηνοτρόφος και άλλο κτηνίατρος,άλλο βοσκός και άλλο δάσκαλος.Όλα μπορεί να έχουν την αξία τους αλλά οι θέσεις στην κατάταξη της αξιοσύνης είναι διαφορετικές, όπως διαφορετικός είναι και ο τρόπος ζωής για τον καθένα μας. Οι αξίες δεν παραγράφονται• κατακτώνται και καταγράφονται και όλοι τις έχουμε ανάγκη. Αυτοί που μάθανε γράμματα και φύγανε από το καμποχώρι γυρίζουν με νοσταλγία να περάσουν την άδειά τους και τα χρόνια της σύνταξής τους με τους χωριανούς τους. Δεν ξέκοψαν από το μαντρί τους.

Ο κάμπος δεν έχασε τους ανθρώπους του. Οι περισσότεροι φύτρωσαν,άπλωσαν ρίζες και έμειναν εκεί. Μεγάλωσαν τις περιουσίες τους, απέκτησαν σύγχρονα μηχανήματα, με θερμοκήπια και γεωτρήσεις αύξησαν την παραγωγή τους και καλυτέρευσαν τη ζωή τους. Οι βαρκαραίοι και τα καΐκια δεν υπάρχουν πια για να μεταφέρουν προϊόντα και μαθητές. Ο καθένας έχει το δικό του στεριανό μέσο μεταφοράς. Η επικοινωνία με την πόλη γίνεται από τη γύρα πιο εύκολα, πιο απλά, πιο γρήγορα. Οι νέοι μας δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα στη μάθηση, στη σύνδεση, στην προσαρμογή και στην επικοινωνία με την πόλη και τους κατοίκους της. Η ψαλίδα της φτώχειας και του πλούτου έκλεισε κάπως και μαζί με αυτήν έκλεισαν οι πληγές της ψυχής στους παλαιότερους, που θέλησαν να πάνε κόντρα στη ζωή για να την κάνουν καλύτερη ακολουθώντας το δρόμο της μάθησης, μόνο και μόνο για να χορτάσουν το ψωμάκι, το ρούχο, τη φαμίλια τους, την αχόρταγη ζωή που τους απομένει. Η μόρφωση είναι γλυκιά σαν το μέλι. Αν όμως δεν τη δοκιμάσεις, δεν καταλαβαίνεις τη γεύση της.

Ο καμποχωρίτης οικονομολογος

Δημήτρης Φίλιος

Υ.Γ Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε.

Τέλος
=======================================================

Οι Λαχανομαζώχτρες

Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε……...

Οι Λαχανομαζώχτρες και η λαχαναγορά


Ανειρήνευτη η συμβίωση του δουλευτή του κάμπου με τη φτώχεια. Δεν ανέχεται άλλο ο εργάτης της γης την κακοπέραση και την κακομοιριά. Στις περισσότερες φαμίλιες τα δεινοπαθήματα πολλά. Το μεροκάματο βγαίνει δύσκολα. Μεροδούλι μεροφάι. Κάποιοι ξενοδουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί. Στο χωράφι, με το τσαπί στο χέρι, από το πρωί έως το βράδυ, σκαλίζουν αμέτρητες μέρες για να πάρουν όχι μετρητά αλλά λίγα κιλά μαλλί και ένα μανάρι από το κοπάδι του μεγαλοτσέλιγκα. Οι κοπελιές, που θέλουν να κάνουν την προίκα τους, αναγκάζονται να εργάζονται από μικρή ηλικία στα κτήματα των πλούσιων τσιφλικάδων με αντάλλαγμα μια βελέντζα για αβγάτεμα της προίκας, ένα φόρεμα για το πανηγύρι.

Κάποιες απ΄ τις γυναίκες του χωριού για να εξασφαλίσουν λίγα χρήματα απαραίτητα για το λάδι και το ψωμί της οικογένειας, παίρνουν κατσιούλα το πλυμένο αλευροτσούβαλο, παραμάσχαλα τον τρουβά, περνάνε λοξά στην ζώστρα της ποδιάς το λαχανομάχαιρο με τη μεγάλη λάμα και πάνε να μαζέψουν αγριόχορτα, στα χορτολίβαδα και τα τριφυλλοχώραφα. Είναι οι Λαχανομαζώχτρες του κάμπου. Ραδίκια, ζόχια, σουρλίνια από τα χωράφια, λίγα λάπατα και κάμποσα σπανάκια από τα κηπάρια είναι τα μαζέματα για να βγει ο κόπος την επομένη στο παζάρι. Δεν είναι εύκολο το μεροκάματο στους δρόμους, τα χαντάκια και τα λασποχώραφα. Διπλωμένες στα δύο οι λαχανομαζώχτρες μπήχνουν το μαχαίρι στο χώμα, το γυρίζουν στις ρίζες των άγριων χόρτων, τα βγάζουν, τα καθαρίζουν τα ρίχνουν στον τρουβά και όταν αυτός γεμίσει, το περιεχόμενό του μεταφέρεται στα μεγάλα δύριγα τσουβάλια που περιμένουν στην κορυφή του χωραφιού. Η βροχή, ο αέρας, το κρύο δεν τις φοβίζει. Ύστερα από ώρες δουλειάς τρουβάδες και σακιά, γεμάτα μέχρι τη σούρα, τα ζαλικώνονται και φορτωμένες γυρίζουν στο κονάκι τους. Εκεί γίνεται ο διαχωρισμός και το πλύσιμο. Όλα είναι έτοιμα για τον αυριανό πηγεμό στην αγορά της πόλης. Τα χόρτα στην καλάθα, περιποιημένα, αφράτα, με σειρά βαλμένα? η παλάντζα γυρισμένη πλαγιαστά μέσα στη πλαστική σακούλα, το μακρύ παλτό, γιατί τα πρωινά το κρύο πετσοκόβει, μερικά φραγκοδίφραγκα στην τσέπη της μεσόφουστας για ρέστα στη συναλλαγή, λίγο ψωμοτύρι στο φτά δεμένο για το τσάκισμα της πείνας, εκεί κατά το γιόμα, και μέσα στην ποδιά τυλιγμένο το μισοτελειωμένο πλεκτό με τις κονταρίτσες μπερδεμένες στις θηλιές, μπας και βγει καμιά παλάμη πλέξιμο στο δρόμο.

Αχάραγα, πριν ακόμα φέξει για τα καλά, το φορτηγό αδειάζει στην αγορά πραμάτεια και λαχανούδες. Ο χώρος της λαϊκής αρχίζει από το μεγάλο στραβόκορμο. φουντωτό πεύκο του Κορμανιού, δίπλα από το περίπτερο, απλώνεται κατάριζα του Κάστρου και φτάνει μέχρι το φούρνο, κάτω στη Σκάλα. Από την πλευρά της Καστρούπολης είναι αραδιασμένη όλη η πραμάτεια των αγροτών του κάμπου και από την απέναντι πλευρά του δρόμου όλα τα μικρομάγαζα ανοιχτά περιμένουν τους χωριάτες με το ξέκαμα της παραγωγής τους να αγοράσουν τα απαραίτητα για τη φαμίλια. Κάπου εκεί στη μέση της αγοράς, μπροστά από τη καγκελόφρακτη πύλη του Κάστρου, όλες οι λαχανομαζώχτρες του κάμπου στη σειρά διαλαλούν το βιός τους. «Χόρτα καλά, ραδίκια άγρια, μόλις τα φέραμε από το κάμπο. Πάρτε μαϊδανά, βλίτα, σπανάκια, κολοκυθοκορφάδες για πίτα». Αυτές είναι οι φωνές από τις χορταρούδες ,που κάθε τόσο καταβρέχουν τα λαχανάκια τους με το ποτιστήρι για να πάρουν όψη και φρεσκάδα. Πραμάτεια εκλεκτή, τακτοποιημένη με λαϊκή αισθητική, αραδιαστά βαλμένη στις πλατύστομες κανίστρες. Οι πελάτες πάνε και έρχονται με τα τσαντιά στα χέρια, ψάχνουν τα καλά, τα φρέσκα, παζαρεύουν ό,τι ψωνίζουν, ρωτάνε από πού έρχονται τα προϊόντα. Θέλουν την επιβεβαίωση, και τον καλό λόγο για τα αγορασμένα τους. Εκείνο που μένει για όποιον περνάει πρω? από κει, είναι η γοητεία του διαλόγου για το παζάρεμα της τιμής των λαχανικών. Ο μανάβης προτείνει: «πέντε δραχμές το κιλό τα χόρτα και τα μαϊδανά δώρο». Η αντρογύναικα του κάμπου αντιπροτείνει: «έξι δραχμές το κιλό τα χόρτα, θα πάρεις τα κορφάδια σε καλή τιμή και από τα μαϊδανά τα μισά τσάμπα».

Πρώτη στη σειρά η Περάτισσα. Μέρα παρά μέρα εκεί. Έχει κορίτσια ανύπαντρα, θέλει να φτιάξει δυο φορές προικιά. Μετά η Μαζιάνω? έχει εφτά κουτσούβελα να θρέψει και τον άντρα της ανήμπορο. Γεννούσε σαν κουνέλα το ένα μετά το άλλο και τώρα ποιος θα τα μεγαλώσει; Τη μια μέρα μαζώχτρα στα χωράφια και την άλλη στη γύρα, μέσα στα στενά του κάστρου και τα εβραίικα σοκάκια φωνάζει για να πουλήσει τα λαχανάκια της. Εκεί πιο κάτω οι δύο Λογγαδιώτισσες από την ίδια γειτονιά. Έχουν τα παιδιά στα γράμματα και θέλουν να μαζέψουν καμιά δεκάρα για να τα βοηθήσουν. Ο γιος της Λούσαινας σπουδάζει φιλολογία και ο γιος της Μίλταινας οικονομικά. Παρακάτω στην αράδα η Γιάνστω, η Κλαζιάδω, η Μπρακμάδω, είναι οι χορτομαζώχτρες από τ’ αντίστοιχα χωριά του κάμπου? και ο χορός των λαχανούδων καλά κρατεί στη αγορά.

Δίπλα οι σούστες και τα κάρα, ζεμένα στ’ άλογα, ξεφορτώνουν πρώϊμες πατάτες φερμένες από τα γύρο καμποχώρια. Παραδίπλα πάγκοι με τραγανά μήλα, γλυκά πορτοκάλια, ζουμερά λεμόνια και χοντρόφλουδα κίτρα για γλυκό. Στο τέλος της σειράς, κάτω από το γεροπλάτανο, κοντά στα δεμένα ψαροκάϊκα τα καρότσια με τα ντόπια ψάρια. «Λαχταριστά, φρέσκα, ζωντανά» φωνάζουν με βραχνιασμένη φωνή οι νησιώτες, που όλη τη νύχτα έριχναν τα δίχτυα τους στα βαθιά νερά της λίμνης, ευχόμενοι καλή ψαριά.

Σε μια άκρη, στ’ απόσκιο που κάνει η γωνία του κάστρου με τον ανοιξιάτικο ήλιο, ο τσέλιγκας με τη γυριστή μουστάκα, το φαρδύ μέτωπο και το κατακόκκινο, από τον αέρα του βουνού, πρόσωπο, παζαρεύει κάποιους τενεκέδες γιδοτύρι. Ο έμπορας το δοκιμάζει και παλεύει να κατεβάσει την τιμή αλλά ο βλάχος χαμπάρι δεν παίρνει. Από αυτά που ζήτησε στην αρχή, δεκάρα δεν χαρίζει. Αν είναι να χάσει, φορτώνει το βιός του στα άλογα και γυρίζει πάλι στο μαντρί.

Τα ποδήλατα με την πλατιά την σκάρα, τα τρίκυκλα μοτοσακά με το μουσαμένιο σκέπαστρο, οι χειράμαξες με τους χαμάληδες, οι γραβατωμένοι κύριοι και οι σιδερωμένοι άρχοντες με τα γυαλισμένα σκαρπίνια που κατεβαίνουν με τα παϊτόνια για δουλειές, ανακατεύονται με τις φωνές των πουλητάδων που επαινούν φωνάζοντας την πραμάτεια τους. Σ’ αυτό το καθημερινό πολύβουο παζάρι συμμετέχει και ο θόρυβος από την εξάτμιση του φορτηγού που μεταφέρει τα συνεργεία καθαριότητας του δήμου. Κάθε τόσο ακούς την κόρνα κάποιας αστραφτερής λιμουζίνας που θέλει να περάσει ανάμεσα από το πολύκοσμο γυρολόι για να πάει ρομαντική βόλτα στην παραλία του Μώλου.

Οι κοινωνικές σχέσεις φέρουν τους ανθρώπους κοντά . Μια καλημέρα κάνει τους επαγγελματίες συνεργάσιμους, ένα χαμόγελο του καφετζή αβγαταίνει τους καφέδες, ένα αστείο του παραγωγού προσελκύει τους αγοραστές. Ένα ματσάκι φρέσκο κρεμμυδάκια, δώρο της λαχανούς στην κυρά που αγόρασε τα χόρτα για πίτα, δημιουργεί συμπάθειες. Η αγορά είναι χώρος για εμπορικές συναλλαγές και για κοσμαντάμωση.

Γύρο στ΄ απομεσήμερο ο κόσμος στραγγίζει. Λίγοι οι αργοπορημένοι πελάτες της λαϊκής. Οι λαχανούδες δίνουν και τα τελευταία μαϊδανά όσο-όσο, μαζεύουν τα καλάθια και τις κανίστρες, ψωνίζουν καμιά δυάρα, καμιά καραμέλα ,κάνα μαντολάτο για τα μικρά, λίγα πορτοκάλια για τους παππούδες, όλα βιαστικά, γιατί πρέπει να προκάνουν την τελευταία βάρκα από το λιμανάκι της Σκάλας, για να πάνε απέναντι στα καμποχώρια. Εκεί τα μικρά, σκαρφαλωμένα πάνω στις ιτιές, παρέα με τις φωλιές και τα κουρνιάσματα των πουλιών, καρτεράνε με τις ώρες. Τα ξεθάρρευτα ρωτάνε τους ταξιδιώτες της προηγούμενης βάρκας, εάν είδαν τη μάνα τους στην αγορά, εάν ξεπούλησε την πραμάτεια της, εάν αγόρασε καλούδια. Τα παιδιά των λαχανούδων είναι φίλοι από μικρά, έχουν τους ίδιους προβληματισμούς, την ίδια αγωνία, τα ίδια όνειρα για τη ζωή και τον τόπο τους. Όλες αυτές τις ώρες που οι μανάδες τους είναι στον αγώνα του μεροκάματου δεν μένουν μόνα τους, τα προσέχουν και τα φροντίζουν οι γεροντότεροι. Τα μικροπαίδια της Κατσάνας νυφαδιάς τα κρατάει η πεθερά της. Μόλις τώρα τ΄ άφησε να πάνε στο Σκάλωμα, στο λιμάνι με τις βάρκες, να περιμένουν τη μάνα από την πόλη με τα ψώνια. Τις άλλες ώρες τα έχει μαζί της, όπως η κλώσα τα κλωσσόπουλα. Τους λέει ιστορίες από τα παλιά. Πώς έχασε τον άνδρα της, πώς πάλεψε, χρόνια τώρα, μόνη της για να κρατήσει την οικογένεια και τα ζωντανά. Τα βάσανα αυλάκωσαν το πρόσωπό της. Κάτω από το ζαρωμένο λαιμό της στριμώχθηκαν, περίεργα, πολλές πυκνές ρυτίδες. Αυτό που ο χρόνος σεβάστηκε είναι τα μάτια της – αναλλοίωτα από τα νιάτα της μέχρι τα τώρα – ζωντανά, εκφραστικά, μεγάλα, με κοφτερό βλέμμα που σε αφοπλίζει με το πρώτο κοίταγμα. Είναι το γεφύρι που περνάει ο εσωτερικός της κόσμος προς τα έξω. Τα χιονάτα μαλλιά της, πλεγμένα σε διπλή κοτσίδα, δένουν με την ήμερη όψη της. Τα αδυνατισμένα χέρια της, ακόμα κρατάνε, και το κοκαλιάρικο κορμί της δεν έγειρε παρά τα χρόνια που έχει φορτωμένα στην πλάτη της. Το μυαλό της δεν έχασε, η σκέψη της καθαρή και η κουβέντα της μετρημένη. Σταυρώνει, δένει τα μικρά με την πάνα κοπανέλι, τα φασκιώνει στη σαρμανίτσα και τους λέει νανουριστά τραγούδια μέχρι να κοιμηθούνε. Εδώ και χρόνια ξέκοψε από τον κάμπο, δεν την κρατάν τα πόδια της. Αγάπη και φροντίδα είναι τα εγγόνια της. Και η νυφαδιά με τη σειρά της χατίρι δεν της χαλάει. Ίσκιος γλυκός πάνω στο προσκέφαλο της πεθεράς. Ευτυχισμένο το σπίτι εκείνο, μέσα στο οποίο βρίσκονται πλάι-πλάι η κούνια του παιδιού και το κάθισμα της γιαγιάς.

Οι δύο επόμενες μέρες είναι αργίες. Κυριακή και Δευτέρα, 24 και 25 του Μάρτη αντίστοιχα. Μανάδες και κόρες, μετά την εκκλησιά, θα πάρουν τον κάμπο παγανιά και θα ξακρίσουν τα πρώιμα χωράφια με το μαχαίρι και τον τρουβά. Τα μαζέματα και μάλιστα τα ραδίκια την άνοιξη έχουν τράβηξη στην αγορά, λόγω της νηστείας. Αυτό το περίεργο είδος αγριόχορτου, που γεννάει ο κάμπος τους ανοιξιάτικους μήνες, είναι δώρο Θεού για τα φτωχά νοικοκυριά. Και το τραπέζι τους ενισχύει και το πενιχρό εισόδημα αβγαταίνει, μέχρι πέρα που αρχίζει η πρώιμη παραγωγή.

Ολοχρονίς κάτι πρέπει να πουλάς, κάτι πρέπει να εισπράττεις. Η ακρίβεια μεγάλη, τα έξοδα πολλά και ο κόσμος δύσκολα τα βγάζει πέρα. Οι περισσότεροι δυστυχούνε. Άλλοι απλά τα βολεύουν και κάποιοι πήραν την απόφαση και έφυγαν στην Αθήνα, στη Γερμανία, στον Καναδά. Φτωχομάνα γη, πώς διώχνεις τα παιδιά σου! Δε ζεις οικογένεια, δε μεγαλώνεις κουτσούβελα με τα λάχανα και τα μαϊδανά. Θέλει τόλμη η ζωή, ακόμα και όταν αυτό που αποφασίζεις το λένε «μαύρα ξένα». Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. Μια ζωή έχουμε, η άλλη μετά το θάνατο, δεν είναι παρά ο αντίλαλος ετούτης. Γιατί λοιπόν να την περνάς γονατιστά και μπουσουλώντας στον κάμπο; Να χώνεσαι στη λάσπη, να σε ψένει ο ήλιος, να σε δέρνουν οι αέρηδες, να σε μουσκεύει η βροχή; Η φυγή είναι μια λύση. Θέλει όμως πέτρινη καρδιά η σκληρή απόφαση για το μακρινό ταξίδι, γι’ αυτό είναι λίγοι εκείνοι που την παίρνουν. Και να ΄ναι μόνο αυτό; Εκεί που θα πας, δεν στο έχουν δα και στρωμένο. Δεν είναι όλα μέλι και γάλα. Μπορεί να ζήσεις χρόνια στην ξενιτιά και να γυρίσεις απρόκοφτος στο χωριό. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα είναι η ζωή για τους τυραγνισμένους του κάμπου. Πάντα βολοδέρνουν ανάμεσα στο μόχθο, τη φτώχεια και τον ξενιτεμό. Ποτέ όμως δεν έπαψαν να ονειρεύονται και να προσεύχονται. Με κλειστά τα μάτια βλέπει κανείς καλύτερα, αρκεί ν΄ αφήσει το νου του ανοιχτό, να τρέξει, να πάει και να ΄ρθει και κάτι θα φέρει. Έχει ο Θεός. Εξάλλου τα δώρα του δε ξέρεις πώς και πότε έρχονται και ούτε μπορούν να μπουν στην πλάστιγγα της ανθρώπινης αποτίμησης. Ο άνθρωπος λέει τον πόνο του άφοβα στη μητρική αγκαλιά, όταν είναι παιδί και στην αγκαλιά του Θεού όλη του τη ζωή. Έτσι και οι λαχανούδες του κάμπου. Σταυροκοπιούνται, αλλάζουν το βλέμμα τους με το βλέμμα της Παναγίας στο εικονοστάσι, παίρνουν δύναμη, δουλεύουν σκληρά και πιστεύουν δυνατά. Η ελπίδα για κάτι καλύτερο, φωλιάζει στα στήθια τους και πετάει τελευταία από την καρδιά τους.



Δημήτρης Μ. Φίλιος

Οικονομολόγος - Καθηγητής

Τέλος
==============================================================

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου